- υπέρκορος
- ος , ον1) чересчур насытившийся; пресытившийся (тж. перен. ); 2) перенасыщенный (о растворе и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπέρκορος — η, ο / ὑπέρκορος, ον, ΝΑ ο υπέρμετρα κορεσμένος, υπερκορεσμένος νεοελλ. 1. φυσ. χημ. (για διάλυμα) αυτός στον οποίο η συγκέντρωση τής διαλυμένης ουσίας είναι μεγαλύτερη από εκείνην που αντιστοιχεί στην κατάσταση κορεσμού του στις ίδιες συνθήκες,… … Dictionary of Greek
ὑπερκόρως — ὑπέρκορος over full adverbial ὑπέρκορος over full masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρκορον — ὑπέρκορος over full masc/fem acc sg ὑπέρκορος over full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
υπερκορής — ές, ΜΑ υπέρκορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορής (< κόρος [Ι] «πλησμονή»), πρβλ. προσ κορής] … Dictionary of Greek